Το 1834 η Αθήνα γίνεται η πρωτεύουσα της Ελλάδας, και εκλέγεται ανάμεσα από δεκατρείς πόλεις, που είχαν προταθεί για το σκοπό αυτό. Μέσα σ’αυτές ήταν και το Μεσολόγγι, εκλέχτηκε όμως η Αθήνα, για την λαμπρή πολιτιστική της αρχαιότητα.
Έτσι, την 1η Δεκεμβρίου του 1834, ο βασιλιάς Όθωνας, η αντιβασιλεία και οι υπουργοί, μετακόμισαν όλοι από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Οι Έλληνες όμως, περνώντας ο καιρός, δεν έβρισκαν ό,τι ήλπιζαν με την απελευθέρωση, στο πρόσωπο του Ηγεμόνα τους. Και τη δυσαρέσκειά τους, την εξέφρασαν, με την ειρηνική Επανάστασή τους, τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που υπήρξε μεγάλη στιγμή για το ελληνικό Έθνος, αφού έδωσε στην Ελλάδα το πρώτο Σύνταγμα, μετά την απελευθέρωση.
Το Σύνταγμα, είναι ο θεμελιώδης νόμος του κράτους, που ορίζει το πολίτευμα της χώρας, τον τρόπο δηλ. με τον οποίο ασκείται η πολιτική εξουσία, ορίζει δε και τα δικαιώματα, και τις υποχρεώσεις της πολιτείας προς τους πολίτες, αλλά και των πολιτών προς αυτήν.
Στη χώρα μας, το πρώτο Σύνταγμα, ψηφίστηκε στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, το 1822, που καθόρισε το «προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος», που ακόμα τότε ήταν υπόδουλη.
Έτσι, λοιπόν, το βράδυ εκείνο του Σεπτέμβρη του 1843, ο Όθωνας, δεσμεύτηκε να προκηρυχτούν αμέσως εκλογές, για να σχηματιστεί η Εθνοσυνέλευση, που θα ετοίμαζε και θα ψήφιζε το Σύνταγμα.
Και κατά συνέπεια, οι πρώτες εκλογές στην απελευθερωμένη Ελλάδα έγιναν το 1843, και κράτησαν ...ένα μήνα! Καθιερώθηκε τότε το πολίτευμα της Ελλάδας να είναι η Συνταγματική Μοναρχία, και στο εξής, ο βασιλιάς δε θα ήταν «ελέω Θεού βασιλεύς», δεν θα μπορούσε να κυβερνά δηλ. ανεξέλεγκτα, αλλά, το Σύνταγμα, θα έθετε περιορισμούς στην εξουσία του.
Οι βουλευτικές εκλογές, αποτελούν, απαραίτητη προϋπόθεση όλων των πολιτευμάτων, που δεν είναι απολυταρχικά.
Οι εκλογές όμως τότε, είχαν μεγάλες δυσκολίες, επειδή, εκείνη την εποχή οι περισσότεροι πολίτες ήταν αγράμματοι και δε γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Γι’ αυτό, το ψηφοδέλτιο, όπου έπρεπε να γράψουν τα ονόματα των υποψηφίων, τους το ετοίμαζαν άλλοι, κι εκείνοι, μπορούσαν να γράψουν ό,τι ήθελαν σ’αυτό, και μετά να τους το δώσουν, να το ρίξουν στην κάλπη.
Η κάλπη ήταν ένα κουτί με μια σχισμή στη μέση, κι εκεί, μαζεύονταν όλα τα ψηφοδέλτια.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό αποδείχτηκε πολύ δύσκολο και όχι δίκαιο, γι’αυτό αποφασίστηκε να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος εκλογής των υποψηφίων.
Έτσι, φτάσαμε στην εκλογή με το σφαιρίδιο, που χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα μας και ήταν, ένας τρόπος εκλογής, που ήρθε στην Ελλάδα από την Ιταλία, πέρασε πρώτα στα Επτάνησα και καθιερώθηκε εδώ με το Σύνταγμα του 1864.
Πώς γινόταν η εκλογή με το σφαιρίδιο.
Κάθε υποψήφιος βουλευτής είχε τη δική του κάλπη, δηλ. ένα τετράγωνο μεταλλικό ή ξύλινο κουτί, που εσωτερικά, ήταν χωρισμένο στα δύο, ενώ, εξωτερικά ήταν βαμμένο το μισό άσπρο, που αντιπροσώπευε το ΝΑΙ, και το άλλο μισό μαύρο, για το ΟΧΙ.
Στο επάνω μέρος της κάλπης υπήρχε ένα άνοιγμα, από το οποίο, μπορούσε ο ψηφοφόρος να περάσει το χέρι του και να ρίξει το σφαιρίδιο, που ήταν ένα μολυβένιο σκάγι, ή στο ΝΑΙ, αν ήθελε να ψηφίσει τον υποψήφιο, ή στο ΟΧΙ, για να τον καταψηφίσει.
Αυτός ο τρόπος κυριάρχησε ως εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα από το το 1865 ως το 1923, ενώ, από εκείνη την εποχή έχει μείνει ως ανάμνηση η έκφραση, «Θα τον μαυρίσω» ή «Θα του ρίξω μαύρο», δηλ., θα καταψηφίσω τον υποψήφιο!
Σήμερα, για να «μαυρίσουμε» ή να «ασπρίσουμε», έναν υποψήφιο, χρησιμοποιούμε το ψηφοδέλτιο, όπου, υπάρχουν τυπωμένα τα ονόματα των υποψηφίων, σε σχέση με το κόμμα που ανήκουν. Εμείς, εκλέγουμε αυτόν που θέλουμε, βάζοντας έναν σταυρό αριστερά, πλάι στο όνομά του, και, αφού διπλώσουμε το ψηφοδέλτιο, το βάζουμε στο φάκελο, που είναι σφραγισμένο, και που μας το έχουν δώσει στο εκλογικό τμήμα, το κλείνουμε ύστερα καλά και το βάζουμε στην κάλπη.
Η ψηφοφορία είναι μυστική και γίνεται στο παραβάν.
Οι πρώτες εκλογές, που γίνονταν στην Ελλάδα, παρουσίαζαν πολλά προβλήματα, που επηρεάζονταν από το βασιλιά.
Αυτή την κατάσταση, την καταδίκασε πολλά χρόνια μετά ο Χαρίλαος Τρικούπης, με το άρθρο του «Τις πταίει», που το δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί», στις 29 Ιουνίου του 1874, αποδίδοντας ευθύνες στο Παλάτι, και επειδή το άρθρο θεωρήθηκε υβριστικό για το βασιλιά, ο Τρικούπης προφυλακίστηκε, για ένα εικοσιτετράωρο.
Με το άρθρο του αυτό, κατηγορούσε το βασιλιά, ότι, αυθαίρετα διόριζε υπουργούς από τη μειοψηφία, «ακόμα και τον κηπουρό του», προσπαθώντας κατ’αυτόν τον τρόπο ο Τρικούπης, να ρίξει φως στους παράγοντες, που οδήγησαν τότε στην πολιτική και οικονομική κρίση, που είχε επέλθει στη χώρα.
Ως απάντηση, λοιπόν, στις βασιλικές παρεμβάσεις, πρότεινε στον ανώτατο άρχοντα, να διορίζει ως πρωθυπουργό, τον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος, ο οποίος θα έχει την απόλυτη στήριξη της Βουλής. Αυτή είναι η λεγόμενη «Αρχή της Δεδηλωμένης», που εφάρμοσε ένα χρόνο αργότερα, το 1875,ότα εξελέγη πρωθυπουργός, και η οποία, απέκτησε συνταγματική ισχύ, το 1927.
Ένα χρόνο όμως μετά το 1874, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’, άλλαξε γνώμη, και πρότεινε στον Τρικούπη να κάνει κυβέρνηση και εκλογές.
Έτσι, το 1875, έγιναν οι πρώτες ανεπηρέαστες και υποδειγματικές εκλογές στην Ελλάδα, με πρωθυπουργό τη μεγάλη πολιτική προσωπικότητα του Χαριλάου Τρικούπη (1832-1896), που πραγματικά υπήρξε μια πολύ σπουδαία μορφή στην πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας!
Και από τότε, η κάθε κυβέρνηση, οφείλει να έχει τη «Δεδηλωμένη», δηλ. Την απόλυτη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας την Βουλευτών, δηλ. τους 151 από τους
300 για τη Βουλή των Ελλήνων.
Της Φωτεινής Τσιτσώνη-Καβάγια